- πίνιον
- πινάωto be dirtyimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)πινάωto be dirtyimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πινιόν — ο, Ν τεχνολ. οδοντωτός τροχός με μικρό αριθμό οδόντων, που συμπλέκεται με άλλον, συνήθως μεγαλύτερο, οδοντωτό τροχό ή οδοντωτό κανόνα … Dictionary of Greek